προβιά

προβιά
και δ. γρφ. προβειά, η, Ν
1. δέρμα, δορά προβάτου είτε στη φυσική της κατάσταση είτε μετά από κατεργασία
2. (κατ' επέκτ.) δέρμα ζώου, τομάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. προβ- τού αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) τού πρόβατα + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μηλέα > μηλιά). Για τον σχηματισμό τής λ. βλ. και λ. πρόβειος / πρόβιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προβιά — η 1. το δέρμα του πρόβατου, κυρ. το ακατέργαστο. 2. γεν. δέρμα ζώου, αλλ. τομάρι. 3. μτφ., γυναίκα οκνηρή, ανοικοκύρευτη, ακατάστατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρνακίς — ἀρνακίς ( ίδος), η (Α) η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < *αρνόνακος < αρνο (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… …   Dictionary of Greek

  • αίγεος — αἴγεος, έα, εον (Α) 1. γιδίσιος, κατσικίσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αἰγέα, αἰγέη (ένν. δορά) το δέρμα τής κατσίκας, γιδοτόμαρο, προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγ (θ. τού αἴξ, αἰγ ὸς) + επίθημα εος] …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκή — Δήμος της αρχαίας Αττικής απ’ όπου κατάγονταν ο Σωκράτης και o Αριστείδης. Βρισκόταν στο νότιο μέρος της Αθήνας, προς το Φάληρο. * * * η (Μ ἀλωπεκή Α ἀλωπεκή, έη) δέρμα, προβιά αλεπούς μσν. πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκειος ή σύμφωνα με άλλη… …   Dictionary of Greek

  • απόδερμα — ἀπόδερμα, το (Α) προβιά, τομάρι …   Dictionary of Greek

  • αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… …   Dictionary of Greek

  • δερματοφορώ — δερματοφορῶ ( έω) (Α) φορώ δέρμα ή προβιά …   Dictionary of Greek

  • δερματοφόρος — δερματοφόρος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα ή προβιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”